Εκτύπωση

Ροδίτης

Από τις πλέον διαδεδοµένες ποικιλίες του ελληνικού αµπελώνα, καλλιεργείται στα περισσότερα αµπελουργικά διαµερίσµατα της χώρας, καταλαµβάνοντας συνολική έκταση µεγαλύτερη από 95.000 στρ. Με την ονοµασία Ροϊδίτης αναφέρεται σε δηµώδες ποίηµα του 1601 (Κατραµής 1880) ως η πλέον ενδιαφέρουσα ποικιλία της εποχής, ενώ ο Πονηρόπουλος (1888) αναφέρει το Ροδίτη της Αττικής, ο Σουρής (1932) περιγράφει το Ροδίτη (από την Αχαΐα) και ο Παλαιολόγος (1836) αναφέρει «Το ροδήτι των Αθηνών, ονοµαζόµενον τουρκοπούλα εις Μεσολόγγιον και αλλού άλλως». Μνηµονεύεται ως Rohditi από τον Rovasenda (1887), ως Rodites από τον Guillon (1895) και ως Rhoditi, Rhodites και Roditis από τους Viala και Vermorel (1909). Επίσης, έχει περιγραφεί αµπελογραφικά από τους Κριµπά (1943α, 1944, 1949), Λογοθέτη και Βλάχο (1963), Βλάχο (1986), αλλά, εξαιτίας
της µεγάλης παραλλακτικότητας που παρουσιάζει η ποικιλία και των διαφορετικών δειγµάτων που χρησιµοποιήθηκαν,
οι περιγραφές αποκλίνουν σε σηµαντικούς χαρακτήρες. Η µακραίωνη καλλιέργεια της ποικιλίας σε συνδυασµό µε τη γεωγραφική της εξάπλωση και την τάση για µετάλλαξη που παρουσιάζει είχαν ως αποτέλεσµα τη διαµόρφωση πολλών τύπων, παραλλαγών και κλώνων που συνοδεύονται και από µεγάλο αριθµό συνωνύµων, όπως καταγράφονται στις αµπελογραφικές µελέτες που εκπόνησαν οι περισσότεροι έλληνες αµπελογράφοι.
Παραλλαγές: Ροδοµούσι, Μάργα, Μαργαλεπού, Ροδίτης αρσενικός, Ροδίτης αρίλογος, Ροδίτης λευκός, Ροδιάρης, Ροδίτης θηλυκός.
Συγγενείς ποικιλίες ή κλώνοι: Βιολεντό, Τουρκοπούλα, Αλεπού, Κοκκινοστάφυλο.
Συνώνυµα: Ρογδίτης, Ροδίτης κανελλάτος, Κοκκινοστάφυλο, Σουρβιώτης, Ροϊδήτης, Ροδοµούσι, Βιολεντό, Τουρκοπούλα.
Ενδεικτικό στοιχείο του προβλήµατος της ταυτότητας της ποικιλίας είναι και το γεγονός ότι οι έλληνες αµπελογράφοι δεν συµφωνούν ως προς την ονοµατολογία των συνωνύµων, των τύπων και των παραλλαγών. Το Ροδοµούσι λ.χ. αναφέρεται από τους Νταβίδη (1982) και Βλάχο (1986) ως συνώνυµο, ενώ από τον Κριµπά (1943α) ως παραλλαγή. Η Τουρκοπούλα και το Βιολεντό θεωρούνται από τον Κριµπά (1943α) ως ξεχωριστές ποικιλίες, ενώ από τους Νταβίδη (1982) και Βλάχο (1986) ως συνώνυµα. Πρόσφατη ερευνητική εργασία µε τη χρήση µοριακών µεθόδων (Σταυρακάκης και Μπινιάρη 1998 / 9) επιβεβαίωσε τη γενετική ετερογένεια.
Η καλλιέργεια της ποικιλίας συνιστάται για τα αµπελουργικά διαµερίσµατα της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης, για τους νοµούς Ζακύνθου, Κεφαλληνίας και Κέρκυρας και επιτρέπεται στο αµπελουργικό διαµέρισµα των Κυκλάδων.