21 Νοεμβρίου 2012
Υπουργείο Οικονομικών: Επί του παρόντος, δεν εξετάζεται θέμα επιβολής Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο κρασί
Μετά την επιχειρηματολογία και τις παρεμβάσεις της ΚΕΟΣΟΕ στα πολιτικά κόμματα, ο ανεξάρτητος βουλευτής (προσκείμενος στον ΣΥΡΙΖΑ πλέον) Γ. Μιχελογιαννάκης κατέθεσε ερώτηση στην Βουλή
για τις προθέσεις της κυβέρνησης περί επιβολής ΕΦΚ στο κρασί. «Επί του παρόντος, δεν εξετάζεται θέμα επιβολής Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο κρασί» Σε ερώτηση του ανεξάρτητου βουλευτή, ο βουλευτής επισήμανε ότι οι πωλήσεις οίνων στην Ελλάδα έχουν μειωθεί δραματικά και ότι η παραγωγή οίνου συνδέεται με 200.000 οικογένειες αμπελουργών, οι οποίοι εισκομίζουν τα σταφύλια τους στα ελληνικά οινοποιεία. Στην ερώτηση, επισημαίνεται επίσης ότι το ελληνικό κρασί έχει ήδη δεχτεί ισχυρότατο πλήγμα, λόγω της μετάταξής του από τον χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ (8%) στον κανονικό (18%).
Ο υφυπουργός Οικονομικών κ. Γ. Μαυραγάνης, στην απάντησή του, θυμίζει ότι, σύμφωνα με τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα, ο συντελεστής Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης που επιβάλλεται στο κρασί είναι μηδέν. Ωστόσο, σύμφωνα με κοινοτικές Οδηγίες παρέχεται η δυνατότητα επιβολής υψηλότερου συντελεστή ΕΦΚ σε αυτή την κατηγορία προϊόντων, πέραν του ελάχιστου κοινοτικού που εφαρμόζεται στη χώρα μας. Σημειώνει, επίσης, ότι 12 κράτη- μέλη της ΕΕ από τα 27, επιβάλλουν υψηλότερο συντελεστή ΕΦΚ στο κρασί και 17 κράτη- μέλη πράττουν το ίδιο στο αφρώδες κρασί.
Ο κ. Μαυραγάνης τονίζει, εξάλλου, ότι για ορισμένα οινικά προϊόντα, τα οποία υπάγονται στην κατηγορία των ενδιάμεσων προϊόντων, ο συντελεστής Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης ορίζεται σε 102 ευρώ ανά εκατόλιτρο τελικού προϊόντος, με εξαίρεση ορισμένα κρασιά- λικέρ ΠΟΠ (όπως Μαυροδάφνη κλπ) για τα οποία ο συντελεστής ορίζεται σε 51 ευρώ ανά εκατόλιτρο τελικού προϊόντος.
Διευκρινίζεται, επίσης, ότι στην κατηγορία αυτή των προϊόντων επιβάλλεται από τις κοινοτικές οδηγίες ελάχιστος κοινοτικός συντελεστής ΕΦΚ, ο οποίος ανέρχεται σε 45 ευρώ ανά εκατόλιτρο τελικού προϊόντος. Ωστόσο, η φορολογία των ενδιάμεσων προϊόντων στη χώρα μας παραμένει χαμηλή, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους συντελεστές που εφαρμόζονται σε άλλα κράτη- μέλη της ΕΕ.
Οι αρνητικές συνέπειες όμως επιβολής Ε.Φ.Κ. στους οίνους όπως ‘εχει τονίσει η ΚΕΟΣΟΕ θα δημιουργήσουν αλυσιδωτές και δραματικές εξελίξεις στο ίδιο το προϊόν και στις επιχειρήσεις που το παράγουν αφού:
το ελληνικό κρασί δέχθηκε το 1992 ισχυρότατο πλήγμα από την μετάταξή του από το χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ (8%) στον κανονικό (18%) ενώ αντίστοιχα τα οινοπνευματώδη ποτά μετατάχθηκαν από τον υψηλό συντελεστή (36%) στον κανονικό (18%). Αποτέλεσμα της μεταβολής αυτής ήταν τα οινοπνευματώδη ποτά που είναι στην συντριπτική πλειοψηφία εισαγόμενα, να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που εκφράστηκε με την αύξηση της κατανάλωσής τους
ο κλάδος σύσσωμος με συντονισμένες ενέργειες σε συνεργασία με φορείς των οινοπαραγωγών της Ε.Ε. απέτρεψε τη λήψη παρόμοιας απόφασης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, απόφαση που υποκινούσε το λόμπι των οινοπνευματωδών ποτών εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των βορείων κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
εξομοιώνεται ένα αγροτικό προϊόν που χαρακτηρίζεται ως τρόφιμο σε πολλές χώρες της Ε.Ε. με τα ανταγωνιστικά προς αυτό οινοπνευματώδη ποτά, με αποτέλεσμα το καταναλωτικό κοινό να στραφεί στα σχετικά φθηνότερα οινοπνευματώδη
ήδη το ευρωπαϊκό κρασί και κατά συνέπεια και το ελληνικό δέχεται μεγάλη επίθεση από την αντιαλκοολική εκστρατεία που έχει υιοθετήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκστρατεία σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει καμία διάκριση μεταξύ των οινοπνευματωδών ποτών και του οίνου.
ενώ ήδη γίνονται συντονισμένες προσπάθειες από τον κλάδο προκειμένου να διεισδύσει το ελληνικό κρασί στις αγορές του εξωτερικού, με σημαντικό κριτήριο όχι μόνο την ποιότητα του αλλά και τις ανταγωνιστικές του τιμές. Η αύξηση της τιμής των οίνων θα πλήξει ανεπανόρθωτα, τις εξαγωγές που σήμερα έχουν αυξητικές τάσεις σε σημαντικές αγορές (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Γερμανία, κλπ.), εξαγωγές που είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση της κρίσης
ο ανταγωνισμός από οίνους προέλευσης εκτός Ελλάδος έχει δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα στην ελληνική οινοπαραγωγή
θα επιβαρύνει τις οινοποιητικές επιχειρήσεις (συνεταιρισμούς και ιδιώτες) με υπερβάλλον διαχειριστικό κόστος, δημιουργώντας σε πολλές απ’ αυτές ακόμη και προβλήματα βιωσιμότητας
θα ενταθεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός εντός του κλάδου, από τους οίνους που πωλούνται χωρίς επισήμανση και χωρίς παραστατικά, αφού στους οίνους αυτούς ουδέποτε θα επιβληθεί Ε.Φ.Κ.