21 Μαρτίου 2017
Συστατικά και διατροφική δήλωση στις ετικέτες των κρασιών
Έκθεση υπέβαλλε η Commission προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την υποχρεωτική επισήμανση των αλκοολούχων ποτών με κατάλογο συστατικών και διατροφική δήλωση.
Αντιδρώντας στο ζήτημα της θέσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τη διατροφική επισήμανση των αλκοολούχων ποτών, ένας διεθνής όμιλος οίνων και οινοπνευματωδών ποτών παραθέτει ένα παράδειγμα.
Ο κλάδος της βιομηχανίας αλκοολούχων ποτών έχει ένα χρόνο, ώστε να διερευνήσει πώς θα ενημερώνονται οι καταναλωτές σχετικά με τη διατροφική αξία των προϊόντων του.
Τουλάχιστον αυτή είναι η ατζέντα που έχει ανακοινώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεση που δημοσιεύθηκε στις 13 Μαρτίου. Η Pernod Ricard, με δελτίο τύπου, αναφέρει ότι ήδη ενημερώνει τους καταναλωτές για το 85% των εμπορικών σημάτων της. «Μια διαδικτυακή διεύθυνση, που συχνά συνδέεται με έναν κωδικό QR, παρέχει πρόσβαση στις διατροφικές πληροφορίες που σταδιακά θα αναγράφονται στην ετικέτα κάθε μπουκαλιού». Το νούμερο 2 των επιχειρήσεων οίνου και αλκοολούχων ποτών φαίνεται να θέλει έντονα να εμπνεύσει με το παράδειγμά της τον τομέα.
Στα συμπεράσματα η Έκθεση της Commission που ακολουθεί αναφέρει ότι ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών πρέπει να αυτορυθμισθεί εντός ενός έτους.
Συμπεράσματα έκθεσης
Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, σε αντίθεση με άλλα τρόφιμα, η αναγραφή του καταλόγου συστατικών και της διατροφικής δήλωσης δεν είναι υποχρεωτική για τα αλκοολούχα ποτά. Με τη διατροφική δήλωση να έχει καταστεί υποχρεωτική για τη μεγάλη πλειονότητα των προσυσκευασμένων τροφίμων από τις 13 Δεκεμβρίου 2016, η ειδική αυτή κατάσταση των αλκοολούχων ποτών είναι σήμερα ακόμη πιο εμφανής. Ως εκ τούτου, οι Ευρωπαίοι καταναλωτές έχουν μειωμένη πρόσβαση στη διατροφική δήλωση και στον κατάλογο των συστατικών, με εξαίρεση τα συστατικά που ενδέχεται να είναι αλλεργιογόνα.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, οι οργανώσεις των καταναλωτών και οι ενώσεις δημόσιας υγείας ζητούν επί του παρόντος νέους κανόνες επισήμανσης για τα αλκοολούχα ποτά, ιδίως όσον αφορά την αναγραφή της ενεργειακής αξίας. Οι εμπειρογνώμονες των κρατών μελών ανέφεραν ορισμένες προσδοκίες, ιδίως όσον αφορά τη διατροφική δήλωση, και ειδικότερα όσον αφορά την υποχρεωτική επισήμανση της ενεργειακής αξίας.
Στο παρελθόν, οι οικείοι οικονομικοί κλάδοι έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους προς ένα καθεστώς υποχρεωτικής επισήμανσης. Σήμερα, ο κλάδος αναγνωρίζει το δικαίωμα των καταναλωτών να γνωρίζουν τι πίνουν. Σε αυτή τη βάση, έχουν κάνει την εμφάνισή τους ολοένα και περισσότερες εθελοντικές πρωτοβουλίες που παρέχουν στους καταναλωτές πληροφορίες για τα συστατικά, την ενεργειακή αξία ή την πλήρη διατροφική δήλωση των αλκοολούχων ποτών και που ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των καταναλωτών για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα ποτά που καταναλώνουν. Αρχικά, οι εν λόγω προαιρετικές πληροφορίες ήταν κυρίως προσβάσιμες μέσω των νέων τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας. Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες του κλάδου, τα διατροφικά στοιχεία περιλαμβάνονται πλέον ολοένα και περισσότερο πάνω στις ετικέτες.
Δεδομένης της έλλειψης νομικής δράσης στον κλάδο αυτό, ορισμένα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει εθνικά μέτρα με τα οποία ζητούν μερική ένδειξη των συστατικών για ορισμένα αλκοολούχα ποτά. Ακόμη και αν οι διατάξεις για τη διατροφική δήλωση είναι πλήρως εναρμονισμένες, ορισμένα κράτη μέλη έχουν κοινοποιήσει επίσης εθνικά μέτρα σχετικά με τη διατροφική δήλωση για τα αλκοολούχα ποτά. Οι εν λόγω εθνικές πρωτοβουλίες συμβάλλουν σε αυξημένο κίνδυνο κατακερματισμού της αγοράς.
Ο κατάλογος των συστατικών και η διατροφική δήλωση αποτελούν βασικές πληροφορίες που βοηθούν τους καταναλωτές να κάνουν πιο συνειδητές και πιο υγιείς επιλογές. Οι εξαιρέσεις από τον κατάλογο των συστατικών και τη διατροφική δήλωση για ορισμένα τρόφιμα καλύπτουν, κυρίως, τρόφιμα που αποτελούνται από ένα μόνο συστατικό, το όνομα του οποίου αρκεί για να ενημερώσει τους καταναλωτές σχετικά με το περιεχόμενό τους, όπως αλάτι, φρούτα και λαχανικά. Ωστόσο, στην περίπτωση των αλκοολούχων ποτών, δεν μπορεί να υποτεθεί ότι οι καταναλωτές έχουν κατ’ ανάγκην γνώση των εν γένει διαφόρων συστατικών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία, καθώς και της θρεπτικής τους αξίας.
Με βάση τα στοιχεία που εξετάστηκαν, η Επιτροπή δεν εντόπισε αντικειμενικά κριτήρια που θα δικαιολογούσαν την απουσία πληροφοριών σχετικά με τα συστατικά και διατροφικών πληροφοριών στα αλκοολούχα ποτά, ή μια διαφοροποιημένη μεταχείριση για ορισμένα αλκοολούχα ποτά, όπως τα «alcopops». Σε αυτό το στάδιο, η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι υπάρχει ανάγκη ή σαφής προστιθέμενη αξία για ακριβή ορισμό των «alcopops» για τους σκοπούς της επισήμανσης.
Η παρούσα έκθεση δείχνει ότι ο κλάδος είναι όλο και περισσότερο διατεθειμένος να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των καταναλωτών να γνωρίζουν τι πίνουν. Αυτό καταδεικνύεται από την επέκταση των εναρμονισμένων ή ανεξάρτητων εθελοντικών πρωτοβουλιών που αναπτύσσονται και εφαρμόζονται από τον κλάδο για να παρέχουν στους καταναλωτές πληροφορίες σχετικά με τον κατάλογο των συστατικών, το ενεργειακό περιεχόμενο και/ή την πλήρη διατροφική δήλωση εντός ή εκτός της ετικέτας. Θα πρέπει να σημειωθεί ιδίως ότι ένας αυξανόμενος αριθμός αλκοολούχων ποτών που βρίσκεται στην αγορά της ΕΕ φέρει ήδη την πλήρη διατροφική δήλωση.
Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες εξελίξεις, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι, ως πρώτο βήμα, οι τρέχουσες εθελοντικές πρωτοβουλίες θα πρέπει να μπορούν να αναπτυχθούν περαιτέρω ώστε να παρέχουν τον κατάλογο των συστατικών και τη διατροφική δήλωση. Ως εκ τούτου, καλεί τη βιομηχανία να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των καταναλωτών και να υποβάλει, εντός ενός έτους από την έγκριση της παρούσας έκθεσης, πρόταση αυτορρύθμισης που θα καλύπτει ολόκληρο τον κλάδο των αλκοολούχων ποτών. Η Επιτροπή θα αξιολογήσει την πρόταση του κλάδου.
Σε περίπτωση που η Επιτροπή θεωρήσει την αυτορυθμιστική προσέγγιση που προτάθηκε από τον κλάδο ως μη ικανοποιητική, θα δρομολογήσει εκτίμηση επιπτώσεων για να εξετάσει περαιτέρω διαθέσιμες επιλογές: σύμφωνα με τις αρχές της βελτίωσης της νομοθεσίας 41, η εν λόγω εκτίμηση επιπτώσεων θα εξετάσει ρυθμιστικές και μη ρυθμιστικές επιλογές, ιδίως όσον αφορά την παροχή πληροφοριών σχετικά με την ενεργειακή αξία των αλκοολούχων ποτών· η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει να εξετάζει προσεκτικά τον αντίκτυπο των διαφόρων επιλογών στην εσωτερική αγορά, στους οικείους οικονομικούς κλάδους, στις ανάγκες των καταναλωτών και στην πραγματική χρήση των πληροφοριών αυτών, καθώς και στο διεθνές εμπόριο.