7 Μαΐου 2014
Απεσύρθησαν τελικά οι τροπολογίες που αφορούσαν τη συλλειτουργία οινοποιείων αποσταγματοποιείων
Οι τροπολογίες που αφορούσαν την απλούστευση αδειοδότησης για την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας παραγωγής αλκοολούχων προϊόντων (αποσταγματοποιείων) στην περίπτωση που συστεγάζονται με οινοποιεία απεσύρθησαν την τελευταία στιγμή.
Στις τροπολογίες ουσιαστικά προεκτεινόταν ο έλεγχος του Γ.Χ.Κ. και στα οινοποιεία, όσον αφορά και τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιεί η αποστακτική μονάδα που αφορούν προϊόντα του οινοποιείου.
Οι σχετικές διατάξεις που απεσύρθησαν προέβλεπαν:
Με την παράγραφο 3, προτείνεται η αντικατάσταση των διατάξεων της παραγράφου Γ3 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου και η κατάργηση των υφιστάμενων σήμερα περιορισμών, αναφορικά με παράλληλες δραστηριότητες των αποσταγματοποιείων στην περίπτωση που αυτά συλλειτουργούν με οινοποιεία.
Η διάταξη προτείνεται για λόγους ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και ανταγωνιστικότητας, δεδομένης μάλιστα και της εν τω μεταξύ βελτίωσης των αναλυτικών μεθόδων ελέγχου, ενώ ταυτόχρονα - με την πρόβλεψη της σχετικής εξουσιοδότησης - παρέχεται η δυνατότητα της λήψης των όποιων αναγκαίων διασφαλιστικών μέτρων με σχετική απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών.
Ακόμη, στην περίπτωση αυτή, προτείνεται η επέκταση του ασκουμένου, από τις αρμόδιες (για την εφαρμογή του εν λόγω ν.2969/2001) Υπηρεσίες (Γ.Δ.Τ. και Ε.Φ.Κ.), ελέγχου και στο οινοποιείο, καθ’ όσον τούτο είναι απαραίτητο και καθοριστικής σημασίας για τον έλεγχο του (συλλειτουργούντος) αποσταγματοποιείου, ιδίως όσον αφορά τις χρησιμοποιούμενες σ’ αυτό πρώτες ύλες (που αποτελούν προϊόντα του οινοποιείου), μάλιστα δε μετά και την κατάργηση – με το ν.4235/2014 – της σχετικής παρέμβασης των Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών (ΓΧΚ).
Περαιτέρω, με την προτεινόμενη προσθήκη (νέας) παραγράφου Γ4, Προκειμένου για την παραγωγή τσίπουρου / τσικουδιάς από τα αποσταγματοποιεία, παρέχεται η δυνατότητα αναγνώρισης, κατά τους διενεργουμένους σχετικούς ελέγχους, ανοχής έως 15% επί πλέον του προβλεπομένου (ν. 2969/2001, άρθρο 7 παρ. Ε2) ανωτάτου ορίου στην απόδοση σε άνυδρη αλκοόλη των χρησιμοποιουμένων ως πρώτη ύλη στεμφύλων.
Η διάταξη προτείνεται, για λόγους διασφάλισης της αντικειμενικότητας και αξιοπιστίας των σχετικών ελέγχων, ως και αποφυγής προβλημάτων στις επιχειρήσεις, καθ’ όσον η συγκεκριμένη πρώτη ύλη παραγωγής του εν λόγω προϊόντος, ως εκ της φύσεώς της, χαρακτηρίζεται από μεγάλη ετερογένεια και είναι επιρρεπής σε μεταβολές και αλλοιώσεις.
Με την παράγραφο 4 αναδιατυπώνεται κατ’ ανάγκην η παράγραφος Δ6 του άρθρου 7, λόγω της τροποποίησης της παραγράφου Γ3 του ιδίου άρθρου.
Με την παράγραφο 5, προτείνεται η αντικατάσταση της παραγράφου Δ10 του άρθρου 7 και παρέχεται στα αποσταγματοποιεία που συλλειτουργούν με οινοποιεία και διαθέτουν εμφιαλωτήριο οίνων, για λόγους οικονομίας, ευελιξίας των επιχειρήσεων και εν τέλει ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, η δυνατότητα της εμφιάλωσης (αποκλειστικά και μόνο) των παραγομένων από αυτά αποσταγμάτων, χωρίς την (υφιστάμενη μέχρι σήμερα) υποχρέωση της λήψεως προηγουμένως και άδειας ασκήσεως επαγγέλματος ποτοποιού.
Περαιτέρω, όσον αφορά τον έλεγχο και τις σχετικές διαδικασίες και όρους, προβλέπεται η ανάλογη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων που ισχύουν για τους ποτοποιούς.
Η παράγραφος Δ10 του άρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:
«10.α.Απαγορεύεται η εμφιάλωση αλκοολούχων ποτών από άλλους επιτηδευματίες πλην των ποτοποιών.
β. Κατά παρέκκλιση προς τις διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου, στις περιπτώσεις των αποσταγματοποιείων που συστεγάζονται και συλλειτουργούν με οινοποιεία που διαθέτουν εμφιαλωτήριο οίνων, επιτρέπεται, η εμφιάλωση στο υφιστάμενο εμφιαλωτήριο οίνων, αποκλειστικά και μόνον, των παραγομένων από το αποσταγματοποιείο αποσταγμάτων.
Στην περίπτωση αυτή, όσον αφορά τις διαδικασίες ελέγχου, ως και τους τηρητέους σχετικούς όρους και προϋποθέσεις, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της περιπτώσεως ε’ της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου.»