11 Οκτωβρίου 2021
Φθίνει με μειούμενους ρυθμούς ο ελληνικός αμπελώνας, λόγω των νέων Αδειών Φύτευσης
Τις τάσεις εγκατάλειψης του ελληνικού αμπελώνα, επιβεβαιώνουν τα τελευταία στοιχεία εξέλιξης των φυτεμένων εκτάσεων αμπελώνων με οινοποιήσιμες ποικιλίες.
Ως γνωστό, από την περίοδο 2016/2017 εφαρμόζεται η αδειοδότηση νέων φυτεύσεων αμπελώνων, που για τη χώρα μας ισοδυναμεί με φύτευση κατ’ έτος περίπου 6.200 στρεμμάτων (1% επί της φυτεμένης με αμπελώνες εθνικής έκτασης).
Σύμφωνα με την επεξεργασία της διαχρονικής εξέλιξης των εκτάσεων στην οποία προέβη η ΚΕΟΣΟΕ η εφαρμογή του κοινοτικού κανονισμού για τις νέες φυτεύσεις, ανέκοψε μερικώς τον ρυθμό εγκατάλειψης του ελληνικού αμπελώνα, που μέχρι την περίοδο έναρξης εφαρμογής του θεσμού των νέων Αδειών φύτευσης παρουσίαζε μια μέση τάση μείωσης των εκτάσεων με φυτεμένα αμπέλια της τάξης των 10.000 στρεμμάτων ετησίως.
Από την περίοδο 2016/2017, που εφαρμόσθηκε το νέο καθεστώς των Αδειών φύτευσης, παρατηρείται μια επιβράδυνση του ρυθμού εγκαταλείψεων, η οποία εκτιμάται σήμερα περίπου στα 4.000 στρέμματα ετησίως.
Ενδεικτικό του συμπεράσματος αυτού είναι και το ότι ενώ από την περίοδο 2016/2017 έως την περίοδο 2019/2020 χορηγήθηκαν περίπου Άδειες Φύτευσης για νέες φυτεύσεις αμπελιών για 24.800 στρέμματα, η αντίστοιχη για την ίδια περίοδο αυξητική μεταβολή του αμπελώνα, ανήλθε μόνο στα 7.925 στρέμματα. Στο σημείο αυτό όμως πρέπει να τονισθεί ότι λόγω της πανδημίας, οι αμπελοκαλλιεργητές που έλαβαν νέες Άδειες φύτευσης, έχουν δικαίωμα να φυτεύσουν σε μεγαλύτερο της τριετίας διάστημα, από αυτό που προβλέπει η σχετική απόφαση, πολλές εκτάσεις από τις οποίες δεν έχουν ενσωματωθεί στα στοιχεία. Συνεπώς εκτιμάται ότι η μείωση του αμπελώνα είναι μικρότερη από την διαφορά μεταξύ νέων φυτεύσεων και μεταβολής του αμπελώνα (24.800 – 7.295 = 16.875), συγκριτικά με την περίοδο αναφοράς 2016/2017, γεγονός που επιβεβαιώνει την μείωση του ρυθμού εγκατάλειψης.
Κρίσιμο στο σημείο αυτό θεωρούνται τα στοιχεία της απογραφής εκτάσεων 2020/2021 και 2021/2022, έτη κατά τα οποία η επίδραση της πανδημίας στις τιμές των οινοσταφύλων, ήταν άκρως αρνητική, γεγονός που θα ενισχύσει τις τάσεις εγκατάλειψης, συμπέρασμα το οποίο εδραιώνεται με βάση πληροφορίες που καταφθάνουν στην ΚΕΟΣΟΕ, κυρίως για τις μικρού μεγέθους αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις.
Ένα άλλο στοιχείο που δε μπορεί να αποκωδικοποιηθεί από τα απογραφικά στοιχεία του ελληνικού αμπελώνα, είναι το μέγεθος των εκτάσεων, οι οποίες δεν καλλιεργούνται (έχουν εγκαταλειφθεί), αλλά δεν δηλώνονται ως εγκαταληφθείσες στο Αμπελουργικό Μητρώο, από το οποίο αντλούνται τα σχετικά στοιχεία.
Τέλος εντύπωση προκαλεί και το ότι, όπως εμφαίνεται και στον πίνακα που ακολουθεί, οι εκτάσεις που έχουν το δικαίωμα να παράγουν οίνους με ΠΟΠ αντιστοιχούν στο 23,99% του ελληνικού αμπελώνα, ενώ η αντίστοιχη κατάταξη οίνων με ΠΟΠ από τα οινοποιεία ανέρχεται σε ποσοστό 8%-9% της οινοπαραγωγής, που αν μη τι άλλο σημαίνει ότι η παραγωγή στις ΠΟΠ περιοχές, μεταποιείται σε σημαντικό βαθμό σε οίνους με Γεωγραφική Ένδειξη ΠΓΕ.
Συμπερασματικά, θεωρείται ότι η ανακοπή των ρυθμών μείωσης των εκτάσεων του ελληνικού αμπελώνα, επηρεάζεται καθοριστικά, τόσο από τις τιμές των οινοσταφύλων, όσο και από τις αποδόσεις του αμπελώνα ανά στρέμμα. Ήδη παρατηρείται μια ανησυχητική τάση που μας επιβεβαιώνουν τα στοιχεία των αναδιαρθρώσεων, δηλαδή να αντικαθίστανται ελληνικές παραδοσιακές ποικιλίες σε εκτατικό επίπεδο, με περισσότερο αποδοτικές και ανθεκτικές ποικιλίες ξενικής προέλευσης, όπως η Macabeo, το Uni blanc, κλπ, οι οποίες κατά κανόνα δεν έχουν το ποιοτικό δυναμικό των ποικιλιών που αντικαθιστούν.